τρυγῳδικός
Look at other dictionaries:
τρυγωδικός — ή, όν, Α [τρυγῳδός] (στον Αριστοφ.) σχετικός με την κωμωδία, κωμῳδικός* … Dictionary of Greek
τρυγῳδικοῖς — τρυγῳδικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)